ΤΟ ΜΑΡΑΜΕΝΟ ΚΛΗΜΑ
**
Νοστάλγησα μανούλα μου να πάω στο χωριό μας
και βρέθηκα ένα σούρουπο, έξω απ' το φτωχικό μας.
---
Βλέπω το κλήμα στην αυλή, χλωμό και μαραμένο,
το τζάκι μας χωρίς καπνό και μισογκρεμισμένο.
---
Η πόρτα τρίζει και βροντά, λές και μ' αναγνωρίζει
κι όλοκληρο το σπιτικό, απ'τη χαρά ραγίζει....
---
Εδώ ακούγονταν φωνές, γέλια και φασαρία,
τώρα αράχνες κατοικούν, σκόνη και ηρεμία.
---
Σ' ένα σκαμνάκι κάθισα που μου 'φτιαξες πατέρα,
σαν έργο τέχνης έμοιαζε!... θυμάμαι αυτή τη μέρα.
---
Με πήρε το παράπονο, άρχισα να δακρύζω
κ' εκεί που το 'παιζα σκληρή, νιώθω ότι λυγίζω!
---
Νομίζω όλα με κοιτούν, το κάθε τι ρωτάει:
-Αυτοί που ζούσανε εδώ, τώρα που έχουν πάει?
---
Απάντηση γυρεύουνε μα ποιος να τους την δώσει,
οι αναμνήσεις μαχαιριές που μ' έχουνε σκοτώσει.
---
Για σένα μάνα με ρωτούν αν θα ξαναγυρίσεις,
σε περιμένει στην αυλή, το κλήμα να ποτίσεις...
Enter
Στείλατε
το εγραψ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου