Τρίτη 15 Ιουνίου 2021

 ΕΜΕΝΕ σε ένα φτωχό δυαράκι κάτω από την Ακρόπολη.

Στο σπίτι της δεν είχε βάλει ποτέ κανέναν.
Στη διάρκεια της ημέρας την έβλεπες να κάθεται μονάχη της
στο τραπεζάκι κάποιου καφενείου να πίνει τον καφέ της,
να μηρυκάζει την θλίψη της, να ηλεκτρίζεται στη θέα
των απόμαχων της ζωής και να καπνίζει τα κόκκινα τσιγάρα της.
Οι άνθρωποι του θεάματος,
όπως πάντα, δεν κατάλαβαν τίποτα
μέσα στην ατσαλάκωτη
ηθελημένη υπεραισιοδοξία
των λινών κουστουμιών τους.
Δεν της φέρθηκαν καλά,
δεν εκτίμησαν το ταλέντο της,
δεν μπόρεσαν να διακρίνουν
τον αρχαίο σπαραγμό της.
Όλο κάτι ρόλους υπηρέτριας
και σπιτονοικοκυράς της έδιναν.
Πρόσωπα λαϊκά, χωρίς φύλο κι επιθυμίες,
που είχαν κάνει την αυτοθυσία δεύτερη φύση.
Πρόσωπα που κανείς δεν υπολόγιζε αν ζουν ή πεθαίνουν.
Πρόσωπα της υπομονής, που οι άλλοι γύρω,
οι καινούριοι κυρίαρχοι των σπιτιών, σπάγανε πλάκα
με τις αντιδράσεις τους.
Το κοινό γελούσε και ξεκαρδιζόταν με τις γκριμάτσες του προσώπου της και τις αγριοφωνάρες της,
ποτέ όμως αυτοί δεν είχαν σταθεί να παρατηρήσουν τα αιώνια λυπημένα μάτια της.
Ποτέ όλοι αυτοί δεν είχαν αναρωτηθεί αν τα πρόσωπα που υποδυόταν νιώθουν λύπη ή χαρά.
Με ό,τι κι αν έκανε γελούσαν,
όταν θύμωνε γελούσαν,
όταν χαιρόταν γελούσαν,
όταν έκλαιγε γελούσαν.
Αυτήν την ίδια και τα πρόσωπα που υποδυόταν
δεν τα θεωρούσαν ανθρώπους ζωντανούς.
Ήταν οι απαραίτητες καρικατούρες
για να γεμίζουν τα κενά της νόμιμης και επίσημης δράσης
των συζύγων και των ερωτευμένων.
Αυτή όμως δεν είχε πάρει μέρος σε τέτοιου είδους παιχνίδια.
Είχε αποτραβηχτεί στη γωνιά της και σαν λαβωμένο θηρίο
παρατηρούσε έκθαμβη τα απελπισμένα καμώματα των άλλων
που νόμιζαν ότι θα δώσουν κάποιο νόημα στη ζωή τους.
Ήταν φυσικό λοιπόν όλοι αυτοί, οι καινούριοι υπερδραστήριοι
με τα σπορ αυτοκίνητα, να μην σέβονται την στάση της ζωής της
και να την θεωρούν κωμικό πρόσωπο.
Γι' αυτό της έδιναν πάντα τους ρόλους ενός χρήσιμου παρείσακτου που, ενώ νομίζει ότι είναι εκτός παιχνιδιού,
γίνεται το γελαστό σκιάχτρο τους και το προς αποφυγήν παράδειγμα.
Αυτή όμως δεν ενόχλησε ποτέ κανέναν, δεν έδειξε ποτέ την αηδία της για τις νοικοκυρεμένες ψυχές τους ...
Πάντα ήταν ντυμένη ευπρεπώς, και στις κοινωνικές συναναστροφές νευρική αλλά συνεπέστατη.
Το μόνο σημάδι που φανέρωνε την βαθιά της αντίθεση ήταν
το κόκκινο πακέτο των τσιγάρων της.
Μέσα στις συναναστροφές έψαχνε απεγνωσμένα να βρει τους ομοίους της.
Οι καιροί ήταν, και είναι, σκληροί και κανείς δεν έδειχνε και δεν δείχνει αυτό που πραγματικά πιστεύει και σκέφτεται ...
Προς το τέλος της ζωής της άνθρωποι σοφοί εκτιμήσανε
τη λύπη και το παράπονό της.
Τράβηξαν την μάσκα του θηλυκού παλιάτσου από το πρόσωπό της και άφησαν να ηχήσει μέσα στην έρημη χώρα σπαραχτικά η τραγική δύναμη του ταλέντου της.
Μόλις που κάτι πρόλαβε να παίξει με το αληθινό της πρόσωπο,
μόλις που κάτι πρόλαβε να διαβάσει στο ραδιόφωνο με την αληθινή της φωνή, όμως κι αυτά τα λίγα, τα ελάχιστα,
στάθηκαν υπέραρκετά για να αιχμαλωτίσουν τη μνήμη μας μια για πάντα.
Ύστερα από λίγο, όπως συνήθως συμβαίνει σ' αυτόν τον άχαρο τόπο, ένα πρωί την βρήκαν νεκρή καθισμένη σε μια ψάθινη καρέκλα, πεσμένη με το μισό της σώμα πάνω στο ξύλινο τραπέζι της κουζίνας, να 'χει το χέρι της τεντωμένο
για να πιάσει τα κόκκινα τσιγάρα της
που το απόγευμα τα είχε ακουμπήσει
στην άλλη άκρη ...
Στις 11 Ιουνίου το 1985, έφυγε
από τη ζωή αυτό το υπέροχο πλάσμα, η Σαπφώ Νοταρά.
Από το βιβλίο
SANΤΕ
15 συγγραφείς
και ένα μυθικό τσιγάρο
Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Κοινοποίηση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου